Συζήτηση με την θεατρολόγο, δημοσιογράφο και παραγωγό της εκπομπής για το Θεσσαλικό Θέατρο στο Δημοτικό Ραδιόφωνο
Συνέντευξη στον Μενέλαο Κατσαμπέλα
Φωτ: Δημήτρης Καστανάρας
Με μία συνάδελφο που έχει πολυετή εμπειρία στο πολιτιστικό ρεπορτάζ, πάντα έχεις πολλά να συζητήσεις. Η Μαρία Παπουτσή είναι επιπλέον θεατρολόγος και εδώ και μερικούς μήνες συνεργάτιδα του Θεσσαλικού Θεάτρου, παρουσιάστρια μιας σπουδαίας εκπομπής για το Θ.Θ. στο Δημοτικό ραδιόφωνο Λάρισας. Εκτός από τα θέματα του Θεσσαλικού, την ικανότητα του θεατρικού μας οργανισμού να προσαρμόζεται αποτελεσματικά στη δύσκολη συγκυρία της πανδημίας και την πρωτοβουλία του για ραδιοφωνική απόδοση θεατρικών κειμένων, ζητήσαμε την προσωπική άποψη της συναδέλφισσας για μερικά θέματα που απασχολούν την τοπική και … ευρύτερη επικαιρότητα και έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις.
Συνεργάτιδα του Θεσσαλικού Θεάτρου το τελευταίο διάστημα, στο πλευρό της Κυριακής Σπανού, μέλος αυτής της ομάδας που τόσο όμορφα πράγματα έχει παρουσιάσει στο κοινό της Λάρισας και όχι μόνο, πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία και ποιες είναι οι μέχρι σήμερα εντυπώσεις σου από αυτή;
Η Κυριακή Σπανού υπήρξε καθηγήτριά μου στο Τμήμα Θεάτρου του Α.Π.Θ. Ήταν χαρά και τιμή όταν με κάλεσε να συμπεριληφθώ στην ομάδα του Θ.Θ. Η συνεργασία μας ξεκίνησε σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο για το θέατρο και την Τέχνη γενικά. Μέσα σε αντιξοότητες και περιορισμούς πρωτόγνωρους για τα παγκόσμια δεδομένα, το Θεσσαλικό έδειξε πως δεν στερείται πείσματος και καλλιτεχνικής ορμής.
Στήθηκε μια μεγάλη παραγωγή, Τα Αγάλματα περιμένουν του Ανδρέα Φλουράκη και δύο περιπατητικά δρώμενα η Επιθεώρηση και ο Βόϋτσεκ. Mε αυτά το Θεσσαλικό κράτησε ζωντανή την επαφή με το κοινό, πραγματοποιώντας παραστάσεις σε αρχαιολογικούς χώρους και πλατείες στη Λάρισα και στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας. Ζήσαμε συγκινητικές στιγμές, κάποιες συγκλονιστικές μπορώ να πω, παίζοντας σε μέρη όπου δεν είχε πραγματοποιηθεί ποτέ θεατρική παράσταση, όπως το Πύθιο, ή σε μοναδικής αισθητικής αρχαιολογικούς χώρους, όπως το Α΄ και το Β΄ Αρχαίο θέατρο και σε δημόσιους χώρους, όπως η κεντρική πλατεία της Λάρισας. Ήταν ένα κουραστικό και ιδιαίτερα πιεστικό από πλευράς άγχους ταξίδι, αλλά κάνοντας έναν απολογισμό αυτής της εμπειρίας θεωρώ τον εαυτό μου ευλογημένο για όσα έζησα.
«Το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης – παρενόχλησης και της κατάχρησης εξουσίας στην κοινωνία γενικά, είναι εξόχως πολιτικό»
Παρουσιάζεις την εκπομπή του Θεσσαλικού στο Δημοτικό ραδιόφωνο Λάρισας, μια εκπομπή που θεωρείται ήδη πετυχημένη και συγκεντρώνει κάθε εβδομάδα υψηλή ακροαματικότητα. Πώς δημιουργήθηκε η συγκεκριμένη ιδέα;
Η ιδέα του ραδιοφώνου εμφανίστηκε ήδη στις πρώτες συζητήσεις σε σχέση με το επικοινωνιακό πλάνο του Θ.Θ. για την καλλιτεχνική περίοδο 2020-21. Η εξέλιξη της πανδημίας καθιστούσε σαφές πως όλα πρέπει να προσαρμοστούν στην παρούσα συνθήκη του θεάτρου. Στα μέσα του φθινοπώρου, όταν πλέον ήταν ξεκάθαρο πως τα θέατρα δεν θα άνοιγαν το ραδιόφωνο μπήκε στο επίκεντρο. Όταν ήρθε η επίσημη πρόταση συνεργασίας από τη διοίκηση της Δημοτικής Ραδιοφωνίας η σκέψη είχε ωριμάσει και ξεκίνησε με γοργούς ρυθμούς η υλοποίησή της.
Το «Πάμε Θεσσαλικό» βγήκε στον αέρα στις 30 Οκτωβρίου κι έκτοτε χτίζει σταθερά τη σχέση του με το θεατρόφιλο κοινό εντός κι εκτός Λάρισας. Ο τρόπος που αγκαλιάστηκε η εκπομπή είναι δικαίωση για το όλους μας. Πρόκειται ουσιαστικά για μια δράση του θεάτρου, που είναι στημένη με τη φιλοσοφία των παραστάσεων: είναι προϊόν ομαδικής προσπάθειας. Δική μου είναι μόνο η ευθύνη της, ωστόσο έχω μεγάλη βοήθεια από τους συναδέλφους μου.
Όλα όσα σκαρφίζονται οι θεατρικοί οργανισμοί του τόπου μας για να αντιπαλέψουν τις αρνητικές συνθήκες που έχουν επιβάλλει οι περιορισμοί της Πολιτείας ένεκα της πανδημίας, αισθάνεσαι ότι απομακρύνουν το θέατρο από το κοινό του, διατηρούν αναλλοίωτη τη σχέση ή την εμβαθύνουν κατά κάποιο τρόπο;
Αν αναφέρεστε στις διαδικτυακές προβολές παραστάσεων και στη ραδιοφωνική απόδοση θεατρικών κειμένων, να επισημάνω πως δεν αποτελούν τρόπους που «σκαρφίστηκε» το ελληνικό δαιμόνιο. Προϋπήρχαν της πανδημίας και αγκαλιάστηκαν ως μέσα πρόσβασης σε καλλιτεχνικές παραγωγές παγκοσμίως. Ειδικά το θέατρο στο ραδιόφωνο, εκπαίδευσε γενιές, αφήνοντας πραγματικούς θησαυρούς στα αρχεία. Τα δύο είδη γνωρίζουν άνθηση λόγω κορωνοϊού, αλλά δεν ανακαλύφτηκαν τώρα από δημιουργούς και κοινό.
Σίγουρα τίποτε δεν συγκρίνεται με το ζωντανό θέατρο. Η σχέση σκηνής – κοινού δεν μπορεί να αντικατασταθεί/προσομοιωθεί/υποκατασταθεί. Τα live streaming και το θέατρο στο ραδιόφωνο αποτελούν άλλους τρόπους προσέγγισης του θεάτρου σήμερα που η προστασία της ζωής επιβάλλει την απόσταση.
Το Θεσσαλικό ήταν το πρώτο θέατρο στην Ελλάδα που βγήκε «στον αέρα» με εκπομπές θεατρικού λόγου, παρουσιάζοντας νεοελληνικά κείμενα, δουλεμένα με την ίδια σοβαρότητα που αντιμετωπίζει κάθε του δράση. Έχοντας την εμπειρία της ενότητας «Θεσσαλικό Radio… plays» θεωρώ πως σίγουρα δεν απομακρύνουν το θέατρο από το κοινό του. Η σχέση του θεατή με το θέατρο δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη άλλων τρόπων επαφής με αυτό. Η ραδιοφωνική απόδοση θεατρικών κειμένων, είναι μια διαφορετική καλλιτεχνική «γλώσσα», με μια σημαντική κοινή συνισταμένη με το ζωντανό θέατρο: το κείμενο. Πιστεύω πως το θέατρο στο ραδιόφωνο βοηθά το κοινό να εμβαθύνει στη σημασία του κειμένου, να γνωρίσει συγγραφείς, να μελετήσει το θεατρικό λόγο κι αυτό είναι σπουδαίο κέρδος.
Γίνεται τις τελευταίες εβδομάδες στη Λάρισα μια μεγάλη συζήτηση για την εγκατάσταση έργων τέχνης σε δημόσιο χώρο, με αφορμή ασφαλώς το νέο έργο του Χρήστου Παπανικολάου σε οδικό κόμβο της πόλης. Ως δημοσιογράφος και πολίτης, η προσωπική σου γνώμη για το θέμα ποιά είναι;
Είναι στη φύση της Τέχνης να προκαλεί συζητήσεις, αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό και λόγο ύπαρξής της. Παρακολούθησα τη συζήτηση για το έργο του Χρήστου Παπανικολάου και μου έκανε εντύπωση το επίπεδο διεξαγωγής της, ειδικά στα μέσα μαζικής δικτύωσης.
Το έργο, κατά τον καλλιτέχνη, διαθέτει τρεις θεματικούς άξονες. Κινούμαι στο χώρο της Τέχνης 29 χρόνια. Ομολογώ πως εκτενή γνώση διαθέτω για έναν από αυτούς, το έργο του Τάκη Τλούπα. Δεν έχω διαβάσει την Κλίμακα, γνωρίζω εγκυκλοπαιδικά το πλαίσιό της, ενώ οι γνώσεις μου για τον Κονστρουκτιβισμό σχετίζονται με το ευρύτερο περιβάλλον της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας των αρχών του 20ου αιώνα. Θεωρώ πως η γνώση μου είναι ελλιπής ώστε να τοποθετηθώ δημόσια σε σχέση με την αισθητική και την καλλιτεχνική αξία του έργου. Στο πλαίσιο ενός υγιούς διαλόγου νομιμοποιούμαι να πω π.χ. πως βλέποντάς το δε νιώθω τίποτα ή νιώθω κάτι, πως η εικόνα μιλάει ή όχι μέσα μου, αλλά όχι να εκφραστώ με αγοραίες εκφράσεις όπως «τι βλακεία είναι αυτή», ή με πομπώδεις αναφορές τύπου «το οικουμενικό άλμα του κάμπου στην πνευματικότητα» που έκπληκτη διάβασα σε δημοσιεύματα και αναρτήσεις. Τοποθετήσεις επί τοποθετήσεων αλλά ελάχιστη σκέψη, μελέτη, προβληματισμός, κι όλα αυτά πριν ολοκληρωθεί η εγκατάσταση του έργου! Η συζήτηση έδειξε πως στο σύνολο, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, ούτε ξέρουμε, ούτε θέλουμε να μάθουμε να συζητάμε. Αυτό είναι λυπηρό και ανησυχητικό.
Οι απανωτές καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση, παρενόχληση και χρήση βίας εναντίον γυναικών που ξεκινώντας από την περίπτωση Μπεκατώρου επεκτάθηκαν και στο χώρο του θεάτρου, έλαβαν διαστάσεις χιονοστιβάδας. Ως γυναίκα και δημοσιογράφος, ποιά αισθήματα σου δημιουργεί το ζήτημα και ποια εκτιμάς ότι θα είναι η εξέλιξή του;
Έχω πολλά συναισθήματα σε σχέση με όσα συμβαίνουν αλλά δεν καθορίζουν τον δημόσιο λόγο μου. Όταν τοποθετείσαι δημόσια επιβάλλεται να το κάνεις με καθαρό μυαλό, γνώση, επιχειρήματα και όχι με την ανεξέλεγκτη ορμή του θυμικού. Μη μπερδεύουμε λοιπόν την αποφασιστικότητα με την οργή.
Το ζήτημα της σεξουαλικής κακοποίησης – παρενόχλησης και της κατάχρησης εξουσίας στην κοινωνία γενικά, γιατί αυτό είναι το θέμα μας, άσχετα αν ο καλλιτεχνικός χώρος βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο επίκεντρο της συζήτησης, είναι εξόχως πολιτικό, όπως έδειξε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, υποδεχόμενη τη Σοφία Μπεκατώρου. Οι κυβερνήσεις εδώ και δεκαετίες έσπρωχναν το θέμα κάτω από το χαλί. Ένοχες όλες και μαζί τους ένοχοι οι πολίτες, που δεχόμασταν το «έλα μωρέ, πως κάνεις έτσι», το «έτσι είναι η κατάσταση δεν αλλάζει» και, κυρίως, το «μη μιλάς θα βρεις το μπελά σου», μετατρέποντας το φαινόμενο σε κανονικότητα! Δημιουργήσαμε μια κοινωνία – τέρας με αντανακλαστικά όταν τιμωρεί τη φθορά της ιδιοκτησίας, αλλά ηχηρά απούσα, όταν καλείται να υπερασπιστεί τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα, το δικαίωμα της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και εργασίας. Στην Ελλάδα αν σπάσεις το αυτοκίνητό μου θα βρεθείς στο αυτόφωρο, αν όμως «σπάσεις» το σώμα μου μπορεί να μη λογοδοτήσεις ποτέ. Σήμερα υψώνονται φωνές και αναστήματα, όπως της κυρίας Μπεκατώρου. Είναι η ώρα να ανοίξουν τα στόματα, αλλά δε φτάνει αυτό.
Εκτίμηση για το τι θα γίνει δεν μπορώ να κάνω. Αναμφισβήτητα η πολιτεία καλείται να προστατέψει κάθε πολίτη, μέσα από θεσμούς. Υπάρχουν κενά στην Ελληνική νομοθεσία. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης να καλυφθούν. Επιβάλλεται η αλλαγή των πρακτικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ΣΕΗ και ο ενεργός ρόλος του Πειθαρχικού του Συμβουλίου. Τέλος, επιβάλλεται να αλλάξει ο τρόπος σκέψης της κοινωνίας συνολικά. Δείχνουμε ανοχή, αντί να καταδικάζουμε, εστιάζουμε στο θύμα, το αμφισβητούμε, του υποδεικνύουμε πρακτικές «αυτοπροστασίας» και «λάθη» στον τρόπο αντίδρασής του, του καταλογίζουμε ακόμη και δόλιες προθέσεις, αφήνοντας το θύτη στο απυρόβλητο, διαιωνίζοντας ουσιαστικά την κουλτούρα του βιασμού! Αν όχι τώρα, πότε θα αλλάξει αυτό;