Πενήντα χρόνια συμπληρώνει φέτος το Θεσσαλικό Θέατρο, ένας οργανισμός που κατάφερε να ριζώσει βαθιά στην πολιτιστική ταυτότητα της Λάρισας και να διευρύνει τα όρια του ελληνικού θεάτρου πέρα από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Από την πρώτη του εμφάνιση ως ένα τολμηρό καλλιτεχνικό εγχείρημα, εξελίχθηκε σε θεσμό που στήριξε δημιουργούς, καλλιέργησε θεατρική παιδεία και έδωσε βήμα σε νέες μορφές έκφρασης.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν γεννήθηκε ως τολμηρό καλλιτεχνικό εγχείρημα στη Λάρισα, στην καρδιά της Θεσσαλίας, έως σήμερα, παραμένει σημείο αναφοράς για την αποκέντρωση του πολιτισμού και την ανάδειξη νέων θεατρικών φωνών.
Με συνέπεια, έρευνα και τόλμη, το Θεσσαλικό Θέατρο στήριξε και συνεχίζει να στηρίζει τη νεανική δημιουργία και λειτούργησε ως ζωντανό κύτταρο πολιτισμού για τη Λάρισα και όλη τη χώρα. Σήμερα, στα 50 του χρόνια, εξακολουθεί να εμπνέει με την ίδια αγάπη για το θέατρο.
Με παραστάσεις που άφησαν ανεξίτηλο αποτύπωμα, συνεργασίες με σημαντικούς ανθρώπους της σκηνής και συνεχή παρουσία στην ελληνική θεατρική παραγωγή, το Θεσσαλικό Θέατρο απέδειξε μέσα στα χρόνια ότι η περιφέρεια μπορεί όχι μόνο να παράγει πολιτισμό, αλλά και να τον ανανεώνει. Στα 50 του χρόνια κοιτάζει πίσω με δικαιολογημένη υπερηφάνεια και μπροστά με την ίδια διάθεση έρευνας, τόλμης και προσφοράς που το χαρακτήριζε από την αρχή.

Η Άννα Βαγενά, πρωτεργάτρια του Θεσσαλικού, μιλώντας στη larissanet, θυμάται:
«Το 1975 πήρα την απόφαση, έχοντας ήδη μια σημαντική πορεία στην καριέρα μου — βραβείο ερμηνείας πρώτου γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη Το Προξενιό της Άννας — να επιστρέψω στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Λάρισα, και να δημιουργήσω ένα μόνιμο επαγγελματικό θέατρο, το πρώτο στην επαρχία: το Θεσσαλικό Θέατρο…. Έκανα κοινωνούς και συμμέτοχους στο όνειρό μου πρώτα τον σύντροφό μου, Λουκιανό Κηλαηδόνη, ύστερα τον Κώστα Τσιάνο και τον Γιώργο Ζιάκα, Λαρισαίοι κι αυτοί, αλλά και πολλούς πολίτες της πόλης και της Θεσσαλίας. Βρήκα μεγάλη ανταπόκριση και όλοι μαζί ξεκινήσαμε αυτό το υπέροχο, δονκιχωτικό ταξίδι…
Από πολύ μικρή, από έφηβη στη Λάρισα όπου μεγάλωσα και πήγαινα σχολείο, είχα έναν ρομαντισμό. Ήθελα να κάνω κάτι για το σύνολο και για τον τόπο μου. Μέσα στα όνειρά μου ήταν, επειδή από πολύ μικρή ήθελα να γίνω ηθοποιός, να κάνω ένα θέατρο για την πατρίδα μου. Έτσι απλά. Για μένα ήταν απολύτως συνειδητή η απόφαση να γίνει το θέατρο στη Λάρισα· ο στόχος ήταν να γίνει το πρώτο θέατρο επαγγελματικό και μόνιμο στην περιφέρεια…
Εμείς, λοιπόν, τότε στο Θεσσαλικό κάναμε θέατρο που θα μιλούσε στις ψυχές του κόσμου, που θα τον έφερνε κοντά μας και που, με αυτό, θα πηγαίναμε κι εμείς κοντά του. Και βέβαια — το τονίζω αυτό — σε ένα υψηλό επίπεδο ποιότητας. Δεν σημαίνει ότι όταν μιλάς στον απλό κόσμο ρίχνεις την ποιότητά σου· το αντίθετο, πρέπει να έχεις πιο υψηλή ποιότητα για να κρατήσεις αυτό το κοινό. Γιατί αυτό το κοινό είναι πιο δύσκολο, επειδή έχει γερό ένστικτο…
Η πρώτη νομική μορφή του θεάτρου μας, ήταν σύλλογος με την επωνυμία “Θεσσαλική Πνευματική Πορεία”. Το ιδρυτικό καταστατικό του το είχαν υπογράψει μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Μέντης Μποσταντζόγλου, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Νίκος Γκάτσος, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Γιάννης Νεγρεπόντης, ο Βασίλης Τενίδης, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Μάνος Χατζιδάκις, φυσικά ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Και βέβαια οι δήμαρχοι όλων των πόλεων και κωμοπόλεων της Θεσσαλίας και πλήθος κόσμου…. Βεβαίως, οι παραστάσεις μας ήταν επιπέδου · ήταν παραστάσεις που θα μπορούσαν να σταθούν επάξια σε οποιοδήποτε θέατρο της Αθήνας. Αυτός ήταν ο βασικός μας στόχος: η ποιότητα — και βεβαίως το ρεπερτόριο. Θέλαμε να ανταποκρίνεται σε ένα καλό λαϊκό θέατρο, ένα θέατρο που να αφορά τον κόσμο.

Για μένα, αυτά τα χρόνια ήταν από τα ωραιότερα της ζωής μου. Τώρα, μετά από πενήντα χρόνια από εκείνη την εποχή, αισθάνομαι ότι με τη δημιουργία του Θεσσαλικού Θεάτρου εκπλήρωσα ένα μεγάλο μου όνειρο. Βέβαια, με πολύ αγώνα και αυτοθυσία, απίστευτη. Τώρα είμαι σίγουρη ότι το Θεσσαλικό Θέατρο έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πολιτιστικά δρώμενα της Μεταπολίτευσης. Έμαθε τον κόσμο όχι μόνο να βλέπει θέατρο, αλλά και να είναι συντροφικός».
Η φετινή επέτειος λοιπόν δεν αποτελεί απλώς μια ημερολογιακή στιγμή, αλλά τον εορτασμό μιας ζωντανής διαδρομής που συνεχίζει να διαμορφώνει το παρόν και το μέλλον του ελληνικού θεάτρου.







