Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τσουμάνης, συστήθηκε στη γενέτειρά του, την Λάρισα, με την παράσταση του Θεσσαλικού Θεάτρου »Πόλις», μια δραματοποιημένη αφήγηση του ομότιτλου βιβλίου του Μάκη Λαχανά, έκανε και συνεχίζει να κάνει επιτυχία και ήδη δημιούργησε προσδοκίες για τα επόμενα βήματά του.
Περιμένοντας την επόμενη του δουλειά ζητήσαμε να μας σκιαγραφήσει τον τρόπο με τον οποίο χειρίσθηκε το παρελθόν της πόλης του, τις ιστορίες και την ανθρωπογεωγραφία της, πως συνδέει την τέχνη του, την Τέχνη γενικότερα με τη δομημένη λειτουργία της πόλης σαν έννοια και ζωή ζώσα, πώς και γιατί ένας νέος άνθρωπος κάνει σπουδή στο παρελθόν και το συνδέει μέσα από άλλους δρόμους με το σήμερα.
Τι είπε στα «Πρόσωπα»: «Αν και έχω σπουδάσει θέατρο και κινηματογράφο, πάντοτε με ενδιέφερε η σχέση ανάμεσα στις τέχνες – έχω κάνει ταινίες που εμπνέονται από τη ζωγραφική – και, γράφοντας, η ζύμωση του όποιου υλικού με τη λογοτεχνία (με την ευρύτερη δυνατή έννοια της λογοτεχνίας). Από τον κινηματογράφο έμαθα τη σκέψη πάνω στα ίδια τα μέσα, στους μηχανισμούς που παράγουν εκείνο που τελικά αντιλαμβανόμαστε ως έργο τέχνης, και στην ανατροπή αυτών των μηχανισμών. Υπάρχει μια ελευθερία για τον πομπό ή τον αποδέκτη που ακόμα ανακαλύπτουμε.
Το βιβλίο του Λαχανά ήρθε ως ιδέα σε μια φάση όπου στο παιχνίδι είχε μπει η αρχιτεκτονική, το αστικό τοπίο. Η πόλη ως θέμα μπορεί να συνθέσει μια μεγάλη αφήγηση. Και εκεί μέσα να δώσεις μορφή σε όλα αυτά που σε απασχολούν. Στη συγκεκριμένη παράσταση ήταν ο κύκλος, ο κύκλος της ζωής και του θανάτου. Αυτός είναι ο πυρήνας της προσωπικής μου ανάγνωσης του μυθιστορήματος. Εκεί στηρίχτηκε διασκευή και σκηνοθεσία (η διασκευή ήταν ένα σχεδίασμα της σκηνοθεσίας). Ο κύκλος ζωής και θανάτου – οι κύκλοι της ζωής μιας πόλης.
Κάποιοι θεατές παρατήρησαν ότι το βιβλίο έγινε θέατρο, παραμένοντας ωστόσο βιβλίο. Αυτός είναι και ο δικός μου τρόπος σκέψης. Είναι μάταιο να προσπαθήσεις να μετατρέψεις ένα μυθιστόρημα σε θεατρικό έργο (και δεν υπάρχει κανένας λόγος). Δείχνουμε αυτό που κάνουμε χωρίς να προσπαθούμε να το μεταμφιέσουμε σε κάτι άλλο. Η παράσταση – για να δανειστώ μια αναλογία από την αρχιτεκτονική – είναι όπως ένα κτίριο του Μοντερνισμού: είναι ορατή η κατασκευή, η δομή, ο σκελετός του. Αυτή είναι η εφαρμογή του Less is more, όπως επίσης παρατήρησαν κάποιοι άλλοι θεατές. Ουκ εν τω πολλώ το ευ.
Η σκέψη μου είναι μια επόμενη παράσταση ως ένα είδος διλογίας για την πόλη. Και ελπίζω να το πραγματοποιήσω σε αυτόν τον ζωντανό πυρήνα του Θεσσαλικού Θεάτρου.
Δοκιμάζοντας τη δραματοποιημένη αφήγηση, διευρύνοντας τα όριά της με πολλούς και διάφορους τρόπους, στο επόμενο πρότζεκτ θα καταδυθούμε σε άλλες ιστορίες της Λάρισας του εικοστού αιώνα. Δεν εξαντλείται η πόλη τόσο εύκολα. Και μας περιμένουν κι άλλες εκπλήξεις. Κάποιοι με ρώτησαν αν θα έκανα και ένα δεύτερο μέρος της “Πόλεως” του Λαχανά. Η αλήθεια είναι ότι όσο πλούσιο κι αν είναι το υλικό του βιβλίου, θα ήθελα να δοκιμάσω και άλλες οπτικές γωνίες.
Η τέχνη δεν είναι αυτοέκφραση (ή δεν είναι μόνο αυτοέκφραση – κι τι κρίμα αν είναι μόνο αυτό). Η τέχνη είναι αδύνατον να μη στοχάζεται τη συλλογικότητα. Αν η πόλη, οι πόλεις γενικά, έχει τρομερό ενδιαφέρον ή ιδιαίτερο βάρος είναι ακριβώς για αυτό. Η πόλη αποτελεί μια συλλογικότητα που δεν προσδιορίζεται, είναι θα λέγαμε ένα συλλογικό σώμα χωρίς μορφή. Είναι η καθημερινή μας εμπειρία. Η τέχνη κάτι πρέπει να έχει να μας δείξει για αυτό».